- ορνιθοφάγος
- ὀρνιθοφάγος, -ον (Α)αυτός που τρώει πτηνά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, -ιθος + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. ἔ-φαγ-ον αόρ. β' τού ἐσθίω), πρβλ. μελισσο-φάγος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀρνιθοφάγον — ὀρνιθοφάγος eating birds masc/fem acc sg ὀρνιθοφάγος eating birds neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίρκος — (Circus). Γένος πτηνών της οικογένειας των ιερακιδών, της τάξης των ιερακομόρφων, το οποίο περιλαμβάνει περίπου 15 είδη, ιθαγενή της Ευρώπης, της Αφρικής, της Αμερικής και της Ασίας. Τον χειμώνα τα πτηνά αυτά μεταναστεύουν σε θερμότερες περιοχές … Dictionary of Greek
-φάγος — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο θ. φαγ τού αορ. β ἔ φαγ ον τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῑν). Τα σύνθετα σε φάγος ανήκουν ως επί το πλείστον στην κατηγορία τών αντικειμενικών συνθέτων,… … Dictionary of Greek
όρνιθα — Το θηλυκό του πετεινού. Πουλί του γένους αλέκτωρ (gallus), της οικογένειας των φασιανιδών. Βλ. λ. πετεινός. * * * η (ΑΜ ὄρνις, ιθος, δωρ. και ιων. τ. ὄρνιξ, ιχος, κρητ. τ. ὄννις, ὁ, ἡ) (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Όρνιθες τίτλος μιας από τις… … Dictionary of Greek